ΛΕΪΣΜΑΝΙΑΣΗ – ΚΑΛΑΖΑΡ
Η λεϊσμανίαση ή καλαζάρ είναι μια σοβαρή θανατηφόρα ασθένεια που προσβάλλει κυρίως τα σκυλιά αλλά και τα άγρια τρωκτικά, τα άγρια και οικόσιτα σαρκοφάγα ζώα, τον άνθρωπο και τα ιπποειδή.
Η ασθένεια έχει παγκόσμια εξάπλωση και συναντάται κατά μεγάλο ποσοστό στην Μεσόγειο. Μεταδίδεται από το τσίμπημα σκνίπας που ευδοκιμεί στη Μεσόγειο (ιδιαίτερη επικίνδυνη περίοδος είναι από τον Μάρτιο μέχρι το Νοέμβριο). Πρόκειται για μια μικρή σχεδόν αόρατη σκνίπα, που λέγετε φλεβοτόμος . Η σκνίπα αυτή πηγαίνει στα άτριχα σημεία όπως στο επιρρύνιο του σκύλου ή στη κοιλιά του και τις πατούσες όπου δεν υπάρχουν τρίχες, και τον τσιμπάει.
Βέβαια, για να νοσήσει ο σκύλος ή ο άνθρωπος θα πρέπει η σκνίπα να είναι μολυσμένη. Τη μόλυνση προκαλεί το πρωτόζωο του γένους Leishmania που περιλαμβάνει περισσότερα από 30 είδη, τα περισσότερα από τα οποία μπορούν να μολύνουν το σκύλο . Στην Ελλάδα, το είδος που μας αφορά είναι η Leishmania donovani.
Τα σκυλιά που κινδυνεύουν περισσότερο είναι αυτά που ζουν σε κήπους και γενικά κοντά σε βλάστηση, όπου συχνάζουν οι σκνίπες φλεβοτόμοι που μεταδίδουν το πρωτόζωο. Πιο ευάλωτοι οι κοντότριχοι σκύλοι. Χωρίς θεραπεία, η ασθένεια οδηγεί σχεδόν πάντα στο θάνατο.
Κάθε χρόνο υπάρχουν στην Ελλάδα περίπου 70 περιστατικά λεϊσμανίασης σε ανθρώπους ενώ στους σκύλους παρατηρούνταν περισσότερα από 100.000 κρούσματα της ασθένειας . Αυτό οφείλετε στο ότι η λεϊσμανίαση δεν μεταδίδεται απευθείας από τον σκύλο στον άνθρωπο. Δηλαδή, ο άνθρωπος μολύνεται από τις σκνίπες που πήραν το παράσιτο και όχι από μολυσμένο σκύλο. Η σκνίπα του σκύλου ή ζωόφιλος σκνίπα είναι διαφορετική από τη σκνίπα του ανθρώπου. Για να μεταδοθεί η νόσος από τον σκύλο στον άνθρωπο πρέπει κάποια ζωόφιλη σκνίπα να κάνει λάθος και να τσιμπήσει άνθρωπο. Αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο αλλά όχι αδύνατο . Πιο πιθανός τρόπος μετάδοσης της ασθένειας σε άνθρωπο είναι κάποια ανθρωπόφιλη σκνίπα να μεταφέρει την ασθένεια από μολυσμένο άνθρωπο σε κάποιο υγιή .Οι μετακινήσεις πληθυσμών από χώρες που ενδημεί η ασθένεια σε ανθρώπους μπορεί να παίξει ρόλο σε αυτό .
Το παράσιτο προσβάλλει τα εσωτερικά όργανα όπως το συκώτι και ο σπλήνας ,αλλά και τις αρθρώσεις , το δέρμα , τα νεφρά , το μάτι και σε προχωρημένες καταστάσεις κάθε σύστημα και όργανο του ζώου . Είναι δηλαδή μία πολυσυστηματική νόσος.
Τα συμπτώματα
Δεν θα εμφανίσουν συμπτώματα όλα τα ζώα που θα μολυνθούν από το πρωτόζωο Leishmania. Ένα σημαντικό ποσοστό των ζώων έχει από τη φύση του ισχυρή ανοσία και θα εξουδετερώσει το πρωτόζωο ή συνηθέστερα θα παραμείνει ασυμπτωματικός φορέας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε τέτοια ζώα όταν καταβληθεί ο οργανισμός τους από κάποια σοβαρή ασθένεια ή από στρεσικούς παράγοντες , έχουμε μείωση της άμυνας του οργανισμού τους και κατά συνέπεια εκδήλωση της ασθένειας .
Η νόσος εκδηλώνεται κατά κανόνα μετά από μεγάλο χρόνο επώασης ( ο χρόνος από την μόλυνση μέχρι την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων ) , που μπορεί να φτάσει και τα δύο χρόνια .
Η συχνότητα της ασθένειας είναι μεγαλύτερη σε πολύ νεαρά ή ηλικιωμένα σκυλιά. Επίσης, ορισμένες φυλές παρουσιάζουν ευαισθησία (Cocker spaniel, Boxer, Rottweiler, German shepherd) . Τέλος, ο κυριότερος παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει τα συμπτώματα και την εξέλιξη της νόσου είναι η γενική φυσική κατάσταση του ζώου .
Θα πρέπει να τονιστεί, ότι το λεϊσμανίαση εμφανίζει χρόνια και προοδευτική εξέλιξη . Τα κλινικά συμπτώματα, είναι μη ειδικά και ο ιδιοκτήτης συνήθως παραπονιέται ότι το ζώο του «δεν είναι καλά». Γενικά, η λεϊσμανίαση είναι μία πολυσυστηματική νόσος. Μπορεί να εκδηλωθεί με μεγάλη ποικιλία συμπτωμάτων. Συχνότερα παρατηρούνται: Προοδευτική απώλεια βάρους, μειωμένη όρεξη , μειωμένη αντοχή στην άσκηση , διογκωμένοι περιφερικοί λεμφαδένες .
Τα δερματικά συμπτώματα είναι πολύ σημαντικά καθώς αποτελούν την πιο συχνή εκδήλωση της νόσου και εύκολα μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τον ιδιοκτήτη. Αυτά ποικίλουν, με πιο συχνή την αποφολιδωτική δερματίτιδα (πιτυρίδα) με ή χωρίς αραίωση ή απώλεια τριχώματος , ειδικότερα στο πρόσωπο του σκύλου, γύρω από τα μάτια και τα πτερύγια των αυτιών. Μπορεί επίσης να παρατηρηθούν έλκη («πληγές») συνήθως στις προεξοχές οστών του σκύλου, ένα ή πολλαπλά δερματικά οζίδια, σκλήρυνση, πάχυνση και διάβρωση των πελμάτων, μεγάλα και κυρτά νύχια κτλ.
Σε βαριά περιστατικά μπορεί να παρατηρηθεί , πολυουρία, πολυδιψία , ασκίτης (λόγω νεφρικής βλάβης), επίσταξη (αιμορραγία από την μύτη), χωλότητα (πολυαρθρίτιδα),
βλεφαρίτιδα,κερατοεπιπεφυκίτιδα, ύφαιμα (αιμορραγία στον πρόσθιο θάλαμο του ματιού ), εμετοί και διάρροιες (λόγω ηπατοπάθειας και βλάβης του γαστρεντερικού ), ατροφία μυών κυρίως των κροτάφων (μυοσίτιδα).
Αν δεν υπάρξει θεραπεία, στα τελικά στάδια ο οργανισμός εξασθενεί, τα ζώα εμφανίζουν καχεξία και απίσχναση και ο θάνατος επέρχεται συνήθως από νεφρική ανεπάρκεια ή άλλες επιπλοκές.
Ιδιαίτερα σημαντική σε περίπτωση της μόλυνσης του ζώου είναι η έγκαιρη διάγνωση καθώς η νόσος μπορεί να επιφέρει ανεπανόρθωτες βλάβες στον οργανισμό και να μειώσει το προσδόκιμο και την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Σε περίπτωση εμφάνισης ύποπτων κλινικών συμπτωμάτων στο ζώο σας, θα πρέπει να αναζητήσετε αμέσως τη συμβουλή του κτηνιάτρου σας , για περαιτέρω διερεύνηση.
Θεραπεία
Όταν ένας σκύλος νοσήσει θα πρέπει να αναληφθεί θεραπευτική προσπάθεια .
Το πρώτο βήμα πριν την έναρξη της θεραπείας είναι ο πλήρης αιματολογικός και βιοχημικός έλεγχος του ζώου ,ώστε να διαπιστωθεί η γενική κατάσταση του και η καλή λειτουργία βασικών οργάνων όπως το ήπαρ και κυρίως οι νεφροί , μια και αυτά επιβαρύνονται περισσότερο από τα φάρμακα που χρησιμοποιούμε , άρα είναι σημαντικό να είναι σε καλό επίπεδο λειτουργίας ώστε να έχουμε αρκετές ελπίδες για καλή έκβαση του περιστατικού . Σε αντίθετη περίπτωση η πρόγνωση είναι επιφυλακτική και ανάλογα με τη συμπτωματολογία μπορεί να γίνει και δυσμενής .
Απαραίτητη είναι και η εργαστηριακή εξέταση μέτρησης τίτλων για την λεϊσμάνια πριν την έναρξη της θεραπείας , αλλά και στο τέλος της ώστε να έχουμε την δυνατότητα να εκτιμήσουμε την βελτίωση .
Σήμερα στα θεραπευτικά σχήματα , χρησιμοποιούμε την μιλτεφοσίνη από το στόμα σε καθημερινή βάση ,σε κύκλους των 28 ημερών ,σε συνδυασμό με αλλοπουρινόλη ,επίσης από του στόματος χορήγηση (πρωί – βράδυ) , για 12 μήνες ή και εφ’ όρου ζωής . Όταν η μιλτεφοσίνη δεν μας δώσει καλό αποτέλεσμα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την αντιμονιούχο μεγλουμίνη σε καθημερινές υποδόριες ενέσεις σε κύκλους των 4 εβδομάδων , πάλι σε συνδυασμό με αλλοπουρινόλη .
Παρενέργειες από τα χορηγούμενα φάρμακα είναι σχετικά σπάνιες. Συχνότερα αναφέρονται εμετοί, διάρροιες, αντίδραση στα σημεία έγχυσης και νεφροτοξικότητα.
Μετά το τέλος κάθε κύκλου θεραπείας πρέπει να γίνεται αιματολογικός και βιοχημικός έλεγχος ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί η επιβάρυνση του οργανισμού του ζώου από την χρήση των φαρμάκων, και η δυνατότητα συνέχισης της θεραπείας εάν αυτό κριθεί απαραίτητο . Αυτός ο έλεγχος μετά το τέλος της θεραπείας πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε τρεις μήνες για τον πρώτο χρόνο και κάθε έξι μήνες στη συνέχεια.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο στόχος μιας επιτυχημένης θεραπείας δεν είναι η εξάλειψη του παρασίτου από τον οργανισμό, γεγονός που δεν είναι πολύ συχνό, αλλά η σημαντική μείωση του παρασιτικού φορτίου και η εξάλειψη των συμπτωμάτων. Αυτός είναι ο λόγος που ένα ζώο φορέας αλλά χωρίς συμπτώματα δεν κρίνεται απαραίτητο να υποβληθεί σε θεραπεία.
Η ανταπόκριση σε αυτά και άλλα θεραπευτικά πρωτόκολλα ποικίλλει από ζώο σε ζώο. Η προσέγγιση στο κάθε περιστατικό χρειάζεται αρκετές φορές να εξατομικευθεί και γενικά θα πρέπει να βρισκόσαστε σε συνεννόηση με τον κτηνίατρο σας.
Πολύ σημαντικό για την επιτυχία της θεραπείας είναι και η σωστή διατροφή . Επειδή τα χρησιμοποιούμενα φάρμακα επιβαρύνουν κυρίως την νεφρική λειτουργία , στόχος της διατροφής είναι η μικρότερη φόρτιση των νεφρών . Υπάρχουν κλινικές δίαιτες που είναι κατάλληλες ακριβώς για αυτό το πρόβλημα .
Παλαιότερα η θεραπεία του σκύλου που έπασχε από λεϊσμανίαση είχε υπερβολικά μεγάλο κόστος , κάτι που σήμερα έχει μειωθεί σημαντικά ,δίνοντας την δυνατότητα σε περισσότερους ιδιοκτήτες να μην αφήνουν τα ζώα τους αβοήθητα .
Πρόληψη
Η πρόληψη της λεϊσμανίασης περιλαμβάνει τα εξής μέτρα :
1 . Από τον Μάρτιο μέχρι και τον Νοέμβριο πρέπει το ζώο να φοράει περιλαίμιο με απωθητική ή και εντομοκτόνο δράση κατά της σκνίπας. Δεν θα ήταν λάθος σε κάποιες περιοχές αυτό να ισχύει και όλο τον χρόνο .
Εκτός από τα περιλαίμια αυτά , μπορεί κάποιος να χρησιμοποιεί για τον ίδιο σκοπό και αμπούλες που έχουν την ίδια δράση , αλλά πρέπει να τοποθετούνται στο ζώο κάθε μήνα.
Τέλος στην αγορά θα βρείτε και σπρέι που μπορούν να βοηθήσουν σε αυτή την κατεύθυνση .
Τι από όλα αυτά είναι καλύτερο εξαρτάται από το τι βολεύει τον κάθε ιδιοκτήτη και το ζώο του.
2 . Ένα μέσο προφύλαξης που προτείνεται είναι να αποφεύγουμε την βόλτα του σκύλο μας το βράδυ κατά τους επικίνδυνους μήνες
3 . Ο προληπτικός εργαστηριακός έλεγχος του ζώου κάθε χρόνο ,την περίοδο του χειμώνα , θα βοηθήσει να γίνει έγκαιρη διάγνωση της ασθένειας , ώστε να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα από την θεραπευτική προσπάθεια που θα αναλάβουμε.
4 . Να προτιμάτε να πλένετε το ζώο σας με σαμπουάν που έχουν αντιπαρασιτική (εντομοαπωθητική ή και εντομοκτόνο ) δράση.
5 . Το ζώο να κοιμάται μέσα στο σπίτι ή σε χώρο που είναι προστατευμένος από τις σκνίπες , είτε με διπλή σίτα για σκνίπες , είτε με τακτικούς ψεκασμούς για τον ίδιο λόγο. Επίσης ο χώρος διαμονής των ζώων πρέπει να είναι καθαρός απαλλαγμένος από ακαθαρσίες, σκουπίδια κλπ.
6 . Επιπλέον κυκλοφορεί εδώ και κάποια χρόνια στην Ελλάδα το εμβόλιο (canileish) κατά της λεϊσμανίασης. Το εμβόλιο χορηγείται σε τρεις δόσεις, με μεσοδιαστήματα τριών εβδομάδων. Η ιδανική ηλικία είναι αυτή των 6 μηνών. Κάθε χρόνο απλά ο σκύλος θα πρέπει να κάνει ένα αναμνηστικό εμβόλιο για να διατηρείται ο οργανισμός σε εγρήγορση.
Το εμβόλιο πραγματοποιείται μόνο σε ζώα που δεν έχουν έρθει σε επαφή με το παράσιτο (όχι σε ζώα φορείς ή ασθενείς) , γι’ αυτό πριν από κάθε εμβολιασμό πρέπει να γίνεται αιματολογικός έλεγχος για πιθανή μόλυνση του ζώου . Η προστασία που προσφέρει το εμβόλιο σε καμία περίπτωση δεν είναι πλήρης για αυτό δεν πρέπει να παραμελούμε τα υπόλοιπα μέτρα πρόληψης. Πρέπει να το βλέπουμε ως μία επιπλέον προστασία.
Καλό θα είναι το εμβόλιο της λεϊσμανίασης να γίνεται με απόσταση τουλάχιστον 15 ημερών από το υπόλοιπα εμβόλια .
7 . Τέλος στην αγορά σήμερα κυκλοφορεί και φαρμακευτικό σκεύασμα (leishguard) που χορηγείται από το στόμα σε καθημερινή βάση, κατά την άνοιξη , όταν ξεκινάνε οι σκνίπες , (αυτό για κάθε περιοχή είναι διαφορετικό) , για χρονικό διάστημα ενός μήνα , προσφέροντας προστασία από την λεϊσμανίαση για 4 μήνες . Πρακτικά δεν προσφέρει επίσης πλήρη προστασία , γι’ αυτό και πάλι δεν πρέπει να παραμελούμε τα υπόλοιπα μέτρα πρόληψης .Το μόνο του πλεονέκτημα σε σχέση με τον εμβολιασμό είναι το χαμηλότερο κόστος για μικρόσωμα σκυλάκια .